- ἀδηφάγους
- ἀδηφάγοςgluttonousmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπέτασμα — το (AM καταπέτασμα) [καταπετάννυμι] καθετί που καταπετάννυται, που αφήνεται να απλωθεί, να πέσει από πάνω προς τα κάτω, παραπέτασμα, ή που χρησιμεύει για κάλυψη, σκέπασμα νεοελλ. φρ. «τρώω το καταπέτασμα» α) (για αδηφάγους ή άρπαγες) τρώω πάρα… … Dictionary of Greek
κοτσάνι — το 1. κοινή ονομασία τού μίσχου ενός άνθους, φύλλου ή καρπού 2. φρ. «έφαγε και τα κοτσάνια» λέγεται για αδηφάγους ή και για πλεονέκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοψάνιον, υποκορ. τού *κόψανον (< κόπτω). Το ψ > τσ (πρβλ. ψευδός: τσευδός), με τροπή τού … Dictionary of Greek